- ἐπιτειχισμός
- ἐπιτειχισμόςagainstmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτειχισμός — ο (Α ἐπιτειχισμός) [επιτειχίζω] η οικοδόμηση φρουρίων, οχυρωμάτων, τειχών, η εκτέλεση οχυρωματικών έργων («σίδηρόν τε... καὶ τὰ ἄλλα ἐργαλεῑα ἠτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν», Θουκ.) αρχ. κάθε μέσο επίθεσης ή άμυνας («ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως… … Dictionary of Greek
ἐπιτειχισμοῦ — ἐπιτειχισμός against masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτειχισμῷ — ἐπιτειχισμός against masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτειχισμόν — ἐπιτειχισμός against masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)